άγλωσσος

άγλωσσος
-η, -ο (Α ἄγλωσσος, -ον)
αυτός που δεν έχει γλώσσα
αρχ.
1. άφωνος, άλαλος
2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος
3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀγλωσσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄγλωσσος — without tongue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγλωσσος — η, ο αυτός που δεν έχει λαλιά, βουβός· μτφ., αυτός που είναι ανίκανος να εκφραστεί σωστά στη γλώσσα του: Οι Έλληνες, μαθαίνοντας στο σχολειό καθαρεύουσα και δημοτική, καταντούσαν άγλωσσοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγλώττως — ἄγλωσσος without tongue adverbial (attic) ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγλωσσον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγλωττον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg (attic) ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλώσσου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλώσσων — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλώσσῳ — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλώττοις — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλώττου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”