ἄγλωσσος — without tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγλωσσος — η, ο αυτός που δεν έχει λαλιά, βουβός· μτφ., αυτός που είναι ανίκανος να εκφραστεί σωστά στη γλώσσα του: Οι Έλληνες, μαθαίνοντας στο σχολειό καθαρεύουσα και δημοτική, καταντούσαν άγλωσσοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγλώττως — ἄγλωσσος without tongue adverbial (attic) ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλωσσον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλωττον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg (attic) ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσων — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσῳ — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώττοις — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώττου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)